- ἔσταζε
- στάζωdropimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔσταζ' — ἔσταζε , στάζω drop imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδοφόρος — ο, ΝΜΑ, και σπονδιοφόρος και ουδ. το σπονδοφόρον και ως επίθ. σπονδηφόρος ΜΑ 1. αυτός που προσέφερε σπονδές, θυσίες, ιδίως εκείνος που έσταζε από το ποτήρι σταγόνες κρασιού 2. αυτός που έκανε προτάσεις για ανακωχή ή για ειρήνη 3. θρησκευτικός… … Dictionary of Greek
Αμάλθεια — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη, τροφός του Δία, την οποία θεωρούσαν στη Θεσσαλία κόρη του βασιλιά Αιμονίου, στην Κρήτη κόρη του Μελισσέα, άλλοι τη θεωρούσαν κόρη του Ωκεανού και άλλοι πάλι την ταύτιζαν με την κατσίκα που γαλούχησε τον Δία νήπιο σε… … Dictionary of Greek
Στύμφαλος — Πόλη της αρχαίας Αρκαδίας, που αναφέρεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα επειδή είχε πάρει μέρος στην εκστρατεία της Τροίας. Βρισκόταν σε στρατηγική θέση, στο δρόμο που οδηγούσε προς την Αργολίδα και Σικυωνία, και ήταν έδρα λατρείας της Ήρας. Ο… … Dictionary of Greek